Επαναφορτιζόμενες Μπαταρίες - Ηλεκτρικά Οχήματα
Επαναφορτιζόμενες Μπαταρίες - Ηλεκτρικά Οχήματα

ΚΡΗΤΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ - ΚΡΗΤΙΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟΣ - ΚΡΗΤΙΚΕΣ ΛΕΞΕΙΣ ΑΠΟ 'Σ'

Καλωσήρθατε στο αρτιότερο Κρητικό Λεξικό με κρητικές λέξεις από την κρητική διάλεκτο και το κρητικό λεξιλόγιο - γλωσσάρι!

Εδώ θα βρείτε κρητικές λέξεις με την ερμηνεία τους, την ετυμολογία τους, παραδείγματα χρήσης, συνώνυμα και αντίθετα.

Για να αναζητήσετε μια λέξη μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τον κεντρικό μηχανισμό αναζήτησης στο πάνω μέρος της σελίδας.

Αν πατήσετε σε ένα από τα ακόλουθα γράμματα, θα προβληθούν μόνο οι λέξεις που αντιστοιχούν σε αυτό.

Όλα
Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Ή   Θ   Ί   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Ύ   Φ   Χ   Ψ   Ώ

σάζω

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
φτιάχνω

σάϊκα

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
σίγουρα, ασφαλώς, εξάπαντος, οπωσδήποτε, κατα πάσα πιθανότητα, πιθανόν, προφανώς Προσδιορίζει κάτι μεταξύ πιθανού και βεβαίου, η δε ακριβής σημασία του τεκμαίρεται από τα συμφραζόμενα
Ετυμολογία: 
[< τουρκ. sahi και το sahíhan]
Παράδειγμα: 
Σάικα 'μένα αγαπάς, γη λάθος κάνεις πάλι κι έχεις τον άλλο στη γκαρδιά κι εμένα στο βουργιάλι

σαϊτιά

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
η κίνηση της σαίτας στον αργαλειό | η κίνηση του βέλους

σακάζω

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
αποκόπτω από το θηλασμό, το βύζασμα, μικρό αρνί που βυζαίνει

σακασάρι

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
μικρό αρνί που το αποκόβουμε από το βύζαγμα

σακατεύω

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
κτυπώ κάποιον και του κάνω μεγάλη ζημιά που τον αφήνω ανάπηρο, σακάτη

σακάτης

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
ανάπηρος

σακίζι

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
(το) 1. τσίχλα, μαστίχα Χίου | 2. παχύρρευστη ουσία που βγαίνει από το φυτό "κολλαγκαθιά" ή "ακολιά", η οποία όταν πήζει μασιέται κανονικά σαν τσίχλα
Ετυμολογία: 
[< τούρκ. sakız = τσίχλα, μαστίχα]
Συνώνυμα: 
ακολιά, κολλαγκοθιά

σαλβάρι

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
αντρική φορεσιά

σαλεύγω

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
κινώ, κινούμαι, κουνώ, σείω
Ετυμολογία: 
[< αρχ. σαλεύω < σάλος]
Παράδειγμα: 
σάλευγε να πηγαίνουμε... "σάλευγε παραπέρα" λέμε σε κάποιον για να μας αφήσει ήσυχους.

σαμά

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
(η) σημάδι, αποτύπωμα, ίχνος | σημάδι που κάνω σε ένα ζώο για να το χαρακτηρίσω δικό μου
Συνώνυμα: 
σαμιά

σαμώνω

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
η εργασία που κάνω για να κάνω κάπου ένα σημάδι, μια σαμιά, ένα σάμωμα

σανάδα

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
θηλυκό αγριοκάτσικο, (αγρίμι)

σανίδι

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
μια σειρά αυλάκια στο περβόλι

σάντολος

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
νονός

σαρίκι

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
είδος ανδρικού κρητικού κεφαλομάνδηλου

σαρικοφορεμένος

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
αυτός που φορεί σαρίκι

σάρτζα

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
επίσημη ανωγειανή γυναικεία φορεσιά

σασμός

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
συμβιβασμός, συμφιλίωση
Ετυμολογία: 
[< σάζω = φτιάχνω]
Παράδειγμα: 
Όταν υπάρχει βεντέτα και το επιθυμούν και οι δύο πλευρές, για να λήξει γίνεται σασμός, που σημαίνει συμφιλίωση. Πολλές φορές ο "σασμός" επισφραγίζεται με κάποια κοινωνική εκδήλωση μεταξύ των δύο πλευρών πχ. γάμος, κουμπαριά, βάφτιση κλπ. Για να ξεκινήσει ένας "σασμός" συνήθως μεσολαβεί κάποιο ουδέτερο άτομο σεβαστό στην κοινωνία και αγαπητό στους κατοίκους του χωριού, ώστε οι δύο πλευρές να έρθουν κοντά και να τα βρούνε.

σαφή

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
συνέχεια, πάντα, αδιαλείπτως
Παράδειγμα: 
σαφή χαρές
Συνώνυμα: 
σαφί
Επαναφορτιζόμενες Μπαταρίες - Ηλεκτρικά Οχήματα
Επαναφορτιζόμενες Μπαταρίες - Ηλεκτρικά Οχήματα