Επαναφορτιζόμενες Μπαταρίες - Ηλεκτρικά Οχήματα
Επαναφορτιζόμενες Μπαταρίες - Ηλεκτρικά Οχήματα

ΚΡΗΤΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ - ΚΡΗΤΙΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟΣ - ΚΡΗΤΙΚΕΣ ΛΕΞΕΙΣ ΑΠΟ 'Σ' - ΣΕΛΙΔΑ 5

Καλωσήρθατε στο αρτιότερο Κρητικό Λεξικό με κρητικές λέξεις από την κρητική διάλεκτο και το κρητικό λεξιλόγιο - γλωσσάρι!

Εδώ θα βρείτε κρητικές λέξεις με την ερμηνεία τους, την ετυμολογία τους, παραδείγματα χρήσης, συνώνυμα και αντίθετα.

Για να αναζητήσετε μια λέξη μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τον κεντρικό μηχανισμό αναζήτησης στο πάνω μέρος της σελίδας.

Αν πατήσετε σε ένα από τα ακόλουθα γράμματα, θα προβληθούν μόνο οι λέξεις που αντιστοιχούν σε αυτό.

Όλα
Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Ή   Θ   Ί   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Ύ   Φ   Χ   Ψ   Ώ

στανικώς

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
με το στανιό, με το ζόρι, με κακή όρεξη
Παράδειγμα: 
βαριόμουνα και πήγα στανικώς στο χωράφι

στάξη

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
λίγο, μια σταλιά | στάξη στάξη = καθόλου
Παράδειγμα: 
βάλε μια στάξη λάδι στη σαλάτα

στελιώνω

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
στήνω, οργανώνω | συναρμολογώ | βάζω το στυλιάρι στην αξίνα (σκαλίδα)

στεμενιά

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
στήσιμο

στένω

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
στήνω | σταματώ
Ετυμολογία: 
[ < μεσν. στένω < έστεσα < έστησα (αόρ. του μεταγν. ιστάνω)]
Παράδειγμα: 
σαν είναι ο τράγος δυνατός δεν τονε στένει η μάντρα

στενωσά

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
στενότητα, στένεμα του χώρου, του δρόμου

στεριώνω

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
αντέχω στη φθορά

στέρνα

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
δεξαμενή ομβρίων υδάτων, δεξαμενή κτισμένη με πέτρες μέσα στη γη

στηθούρι

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
στήθος

στιβάνι

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
κρητικό δερμάτινο υπόδημα, μπότα

στιμάρω

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
εκτιμώ τη ζημιά που έκαναν ξένα ζώα στα χωράφια μου (αυτή τη δουλειά την κάνει ο αγροφύλακας)

στιμέρνω

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
υπολογίζω την αξία ζημιάς (από ζώα)

στραβώνομαι

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
χάνω το φως μου | μτφ. είμαι βλάκας και δεν βλέπω, ξεγελιέμαι

στραβώνω

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
χαλώ το σχήμα σε κάτι, χαλώ τα σχέδια σε μια απόφαση

στραθιά

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
το ταξίδι

στράτα

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
δρόμος, οδός
Ετυμολογία: 
[< μσν. στράτα < λατιν. επίθ. strata (ενν. via)]

στραταρίζω

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
κάνω τα πρώτα μου βήματα (για νήπιο)
Ετυμολογία: 
[< στράτα]

στράφι

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
άσκοπα, χαμένα, άδικα

στράφυλα

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
Ότι απομένει από τα πατημένα σταφύλια που μένουν στο πατητήρι (αρχ. ληνός) μετά την εκροή του μούστου.

στρουφίζω

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
στρέφω, στρίβω, στριφογυρίζω, τυλίγω | μτφ. αλλάζω γνώμη
Ετυμολογία: 
[< στροφίζω (μη χρησιμοποιούμενο) < στροφή < στρέφω]
Παράδειγμα: 
Καζαντζάκης - Καπετάν Μιχάλης: "τα νιόβγαλτα πράσινα φύλλα στρούφιζαν λυπητερά" | στρουφίζω ένα τσιγάρο
Συνώνυμα: 
στρέφω
Επαναφορτιζόμενες Μπαταρίες - Ηλεκτρικά Οχήματα
Επαναφορτιζόμενες Μπαταρίες - Ηλεκτρικά Οχήματα