ΚΡΗΤΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ - ΚΡΗΤΙΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟΣ - ΚΡΗΤΙΚΕΣ ΛΕΞΕΙΣ ΑΠΟ 'Σ' - ΣΕΛΙΔΑ 6

Καλωσήρθατε στο αρτιότερο Κρητικό Λεξικό με κρητικές λέξεις από την κρητική διάλεκτο και το κρητικό λεξιλόγιο - γλωσσάρι!

Εδώ θα βρείτε κρητικές λέξεις με την ερμηνεία τους, την ετυμολογία τους, παραδείγματα χρήσης, συνώνυμα και αντίθετα.

Για να αναζητήσετε μια λέξη μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τον κεντρικό μηχανισμό αναζήτησης στο πάνω μέρος της σελίδας.

Αν πατήσετε σε ένα από τα ακόλουθα γράμματα, θα προβληθούν μόνο οι λέξεις που αντιστοιχούν σε αυτό.

Όλα
Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Ή   Θ   Ί   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Ύ   Φ   Χ   Ψ   Ώ

στρουφίζω

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
στρέφω, στρίβω, στριφογυρίζω, τυλίγω | μτφ. αλλάζω γνώμη
Ετυμολογία: 
[< στροφίζω (μη χρησιμοποιούμενο) < στροφή < στρέφω]
Παράδειγμα: 
Καζαντζάκης - Καπετάν Μιχάλης: "τα νιόβγαλτα πράσινα φύλλα στρούφιζαν λυπητερά" | στρουφίζω ένα τσιγάρο
Συνώνυμα: 
στρέφω

στση

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
στης

στσι

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
στις

στυλοβάτορας

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
βασικός στύλος

συβάζομαι

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
συμβιβάζομαι, πείθομαι

συβάζω

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
συμβιβάζω, πείθω κάποιον

συγκλωνιάζω

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
σμίγω, ταιριάζω

συγούρλιο

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
παρηγοριά

συζευτής

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
αυτός που κάνουμε μαζί χωράφι

συζέψαμε

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
συνεταιριστήκαμε στα βόδια για το όργωμα (έβαλε ο καθένας ένα βόδι)

συμπαίνω

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
τροφοδοτώ τη φωτιά με ξύλα, τροφοδοτώ το βολόσυρο στο αλώνι με δεμάτια σπαρτά, συνεργώ, υποβοηθώ

συναλίκι

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
σχέση, συναναστροφή

συναποβγάνω

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
συνοδεύω μέχρι την έξοδο, κατευοδώνω

συνεπαρσά

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
η νσυνοδεία (του νεκρού συνήθως), το ψίκι

συνηφέρνω

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
συνέρχομαι, βρίσκω τα λογικά μου

συνορίζομαι

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
ανταγωνίζομαι, τσακώνομαι, διαπληκτίζομαι, παραβγαίνω, διεκδικώ

συνορισά

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
ανταγωνισμός, όχι πολύ ευγενής άμιλλα

σύντεκνος

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
Συντέκνοι είναι οι γονείς ενός παιδιού με τον νονό ή νονά του. Τόσο ο γονιός μπορεί να προσφωνήσει τον νονό "Σύντεκνο" όσο και ο νονός μπορείς να προσφωνήσει τον γονιό "Σύντεκνο". Και οι 2 οικογένειες είναι μεταξύ τους "συντέκνοι". Το παιδί το νονό του όμως δεν θα τον πει "σύντεκνο" αλλά "σάντολο"
Ετυμολογία: 
< συν + τέκνο
Παράδειγμα: 
Γειά σου σύντεκνε, τι κάνεις;

συντηρώ

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
παρατηρώ με προσοχή

συντρέμω

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
συνδράμω, βοηθώ