Επαναφορτιζόμενες Μπαταρίες - Ηλεκτρικά Οχήματα
Επαναφορτιζόμενες Μπαταρίες - Ηλεκτρικά Οχήματα

ΚΡΗΤΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ - ΚΡΗΤΙΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟΣ - ΚΡΗΤΙΚΕΣ ΛΕΞΕΙΣ ΑΠΟ 'Α' - ΣΕΛΙΔΑ 2

Καλωσήρθατε στο αρτιότερο Κρητικό Λεξικό με κρητικές λέξεις από την κρητική διάλεκτο και το κρητικό λεξιλόγιο - γλωσσάρι!

Εδώ θα βρείτε κρητικές λέξεις με την ερμηνεία τους, την ετυμολογία τους, παραδείγματα χρήσης, συνώνυμα και αντίθετα.

Για να αναζητήσετε μια λέξη μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τον κεντρικό μηχανισμό αναζήτησης στο πάνω μέρος της σελίδας.

Αν πατήσετε σε ένα από τα ακόλουθα γράμματα, θα προβληθούν μόνο οι λέξεις που αντιστοιχούν σε αυτό.

Όλα
Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Ή   Θ   Ί   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Ύ   Φ   Χ   Ψ   Ώ

αβρυάζω

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
γεμίζω βρύα
Ετυμολογία: 
[< βρύα]
Συνώνυμα: 
οβρυάζω

αβρυοκάλαμα

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
καλάμια που φυτρώνουν στα βρύα

αβρωνιά

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
χορταρικό παρόμοιο με τα σπαράγγια αρκετά νόστιμο

αγάλι

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
σιγά, ήρεμα
Ετυμολογία: 
[<μσν. επίρρ. γαληνά < αρχ. γαληνός]
Παράδειγμα: 
αγάλι αγάλι γίνεται η αγουρίδα μέλι (παροιμία)

αγαλιανά

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
σιγανά, τρυφερά
Ετυμολογία: 
[< αγάλι]

άγανο

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
προεξοχή σαν κλωστίτσα των κόκων του σιταριού και του κριθαριού

αγάντα

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
μτφ. έχε κουράγιο | ως ναυτικό πρόσταγμα, κρατήσου ή σπρώξε | η αγάντα ως ουσ., δύναμη, αντίσταση, πιάσιμο απ' όπου μπορεί κανείς να κρατηθεί | πάσσαλος ή κρίκος για πρόσδεση
Ετυμολογία: 
[<αγαντάρω]

αγαντάρω

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
στηρίζομαι, πιάνομαι από κάπου | αντέχω, ανέχομαι
Ετυμολογία: 
[<ιταλ. agguantare]
Παράδειγμα: 
κάνει άλλο ένα βήμα με το άλλο πόδι, ν' αγαντάρει και να βγει από τη λακκούβα (Η. Βενέζης)

αγαπητερά

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
με αγάπη, με στοργή, συμπαθητικά

αγαπητερός

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
αυτός που με την συμπεριφορά του γίνεται αγαπητός

αγαπίζω

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
ερωτεύομαι

αγάριωτος

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
καθαρός, χωρίς λερωματιές
Ετυμολογία: 
[< γαριάζω < μτγν. ουσ. γάρος]

άγαρμπος

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
κακοκαμωμένος | αδέξιος

αγάς

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
Τούρκος αξιωματούχος, άρχοντας, πρόκριτος | (μτφ.) άνθρωπος δεσποτικός, αυταρχικός | άνθρωπος που του αρέσει η καλοπέραση

αγαστέρα

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
(η) η ουσία (ένζυμο) που χρησιμοποιείται για να μετατραπεί το γάλα σε τυρί. Παλιά χρησιμοποιούσαν ουσία από το στομάχι ζώου, εξού και γαστέρα
Ετυμολογία: 
[< μσν. γαστέρα < αρχ. γαστήρ]
Συνώνυμα: 
γαστέρα

αγαστεροπιάνω

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
αναπτύσσομαι ομαλά
Ετυμολογία: 
[< αγαστέρα]

αγγαρεμένος

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
αυτός που έχει δεσμεςυτεί να προσφέρει τις υπηρεσίες του σε κάποιον και έτσι δεν μπορεί να αθετήσει το λόγο του για κάτι άλλο | ένα δοχείο χρησιμοποιούμενο για κάτι και είναι δεσμευμένο

αγγαρική

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
η προσφερόμενη χωρίς αμοιβή εργασία

αγγάστρι

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
εγκυμοσύνη
Συνώνυμα: 
αγκάστρι

αγγειάδες

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
λέρες, βρωμιές
Επαναφορτιζόμενες Μπαταρίες - Ηλεκτρικά Οχήματα
Επαναφορτιζόμενες Μπαταρίες - Ηλεκτρικά Οχήματα