Επαναφορτιζόμενες Μπαταρίες - Ηλεκτρικά Οχήματα
Επαναφορτιζόμενες Μπαταρίες - Ηλεκτρικά Οχήματα

ΚΡΗΤΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ - ΚΡΗΤΙΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟΣ - ΚΡΗΤΙΚΕΣ ΛΕΞΕΙΣ ΑΠΟ 'Α' - ΣΕΛΙΔΑ 4

Καλωσήρθατε στο αρτιότερο Κρητικό Λεξικό με κρητικές λέξεις από την κρητική διάλεκτο και το κρητικό λεξιλόγιο - γλωσσάρι!

Εδώ θα βρείτε κρητικές λέξεις με την ερμηνεία τους, την ετυμολογία τους, παραδείγματα χρήσης, συνώνυμα και αντίθετα.

Για να αναζητήσετε μια λέξη μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τον κεντρικό μηχανισμό αναζήτησης στο πάνω μέρος της σελίδας.

Αν πατήσετε σε ένα από τα ακόλουθα γράμματα, θα προβληθούν μόνο οι λέξεις που αντιστοιχούν σε αυτό.

Όλα
Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Ή   Θ   Ί   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Ύ   Φ   Χ   Ψ   Ώ

αγιοδημητράκι

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
το χρυσάνθεμο

αγιοκωσταντινάτο

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
σπαθί που κατασκευάστηκε επί Μ.Κωσταντίνου

αγιοκωστάντινο

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
βυζαντινό χρυσό νόμισμα (του Μ. Κων/νου), σύμβολο της χριστιανικής ευλάβειας

αγιουτάρω

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
βοηθάω, ενισχύω
Ετυμολογία: 
[< ιταλ. aiuto = βοήθεια]

αγιούτο

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
βοήθεια
Ετυμολογία: 
[< ιταλ. aiuto = βοήθεια]

αγκαθίτης

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
είδος μανιταριού, το πλέον ακίνδυνο

αγκαλέ

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
(η) αγκαλιά
Συνώνυμα: 
αγκάλη

αγκάλη

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
αγκαλιά

αγκαλιά

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
μάτσα, χεριές, σιτηρά κατά το θέρισμα. 5-6 μάτσα μια αγκαλιά, 5-6 αγκαλιές ένα δεμάτι

αγκαλιδέ

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
(η) ό,τι χωράει μια αγκαλιά

αγκανάδος

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
αγανακτισμένος, εξοργισμένος

αγκανάρηση

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
αγανάκτηση, εξόργιση, υποχρεώνομαι να κάνω κάτι παρά τη θέλησή μου

αγκανάρω

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
υποχρεώνω

αγκανίζω

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
βλ. γκανίζω

αγκαραθιά

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
πολυετής θάμνος όπως η φασκομηλιά, αλλά ψηλότερος και μεγαλύτερος

αγκέραμος

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
κρουσταλλιασμένο χιόνι

αγκερεμέ

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
ίσα κι όμοια
Συνώνυμα: 
γκερεμέ

αγκίδα

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
μικρή, μυτερή σχίζα από ξύλο, ακίδα
Ετυμολογία: 
[< αρχ. ακίς]

αγκινάρι

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
μικρό αγκίστρι στην κορυφή του αρδακτιού

αγκίνιαστος

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
ανεγκαινίαστος, καινούργιος, αχρησιμοποίητος
Επαναφορτιζόμενες Μπαταρίες - Ηλεκτρικά Οχήματα
Επαναφορτιζόμενες Μπαταρίες - Ηλεκτρικά Οχήματα