Αγάντα τι σημαίνει - ΚΡΗΤΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ
Ερμηνεία / Τι σημαίνει:
μτφ. έχε κουράγιο | ως ναυτικό πρόσταγμα, κρατήσου ή σπρώξε | η αγάντα ως ουσ., δύναμη, αντίσταση, πιάσιμο απ' όπου μπορεί κανείς να κρατηθεί | πάσσαλος ή κρίκος για πρόσδεση
Ετυμολογία:
[<αγαντάρω]