Αγαντάρω τι σημαίνει - ΚΡΗΤΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ
Ερμηνεία / Τι σημαίνει:
στηρίζομαι, πιάνομαι από κάπου | αντέχω, ανέχομαι
Ετυμολογία:
[<ιταλ. agguantare]
Παράδειγμα:
κάνει άλλο ένα βήμα με το άλλο πόδι, ν' αγαντάρει και να βγει από τη λακκούβα (Η. Βενέζης)