Στρουφίζω τι σημαίνει - ΚΡΗΤΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ
Ερμηνεία / Τι σημαίνει:
στρέφω, στρίβω, στριφογυρίζω, τυλίγω | μτφ. αλλάζω γνώμη
Ετυμολογία:
[< στροφίζω (μη χρησιμοποιούμενο) < στροφή < στρέφω]
Παράδειγμα:
Καζαντζάκης - Καπετάν Μιχάλης: "τα νιόβγαλτα πράσινα φύλλα στρούφιζαν λυπητερά" | στρουφίζω ένα τσιγάρο
Συνώνυμα:
στρέφω