Επαναφορτιζόμενες Μπαταρίες - Ηλεκτρικά Οχήματα
Επαναφορτιζόμενες Μπαταρίες - Ηλεκτρικά Οχήματα

Στρουφίζω τι σημαίνει - ΚΡΗΤΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
στρέφω, στρίβω, στριφογυρίζω, τυλίγω | μτφ. αλλάζω γνώμη
Ετυμολογία: 
[< στροφίζω (μη χρησιμοποιούμενο) < στροφή < στρέφω]
Παράδειγμα: 
Καζαντζάκης - Καπετάν Μιχάλης: "τα νιόβγαλτα πράσινα φύλλα στρούφιζαν λυπητερά" | στρουφίζω ένα τσιγάρο
Συνώνυμα: 
στρέφω
Share on Facebook

Δείτε περισσότερες κρητικές λέξεις στο Κρητικό Λεξικό

Επαναφορτιζόμενες Μπαταρίες - Ηλεκτρικά Οχήματα
Επαναφορτιζόμενες Μπαταρίες - Ηλεκτρικά Οχήματα