Στένω τι σημαίνει - ΚΡΗΤΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ
              Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
                    στήνω | σταματώ        
              Ετυμολογία: 
                    [ < μεσν. στένω < έστεσα < έστησα (αόρ. του μεταγν. ιστάνω)]        
              Παράδειγμα: 
                    σαν είναι ο τράγος δυνατός δεν τονε στένει η μάντρα        
 



 

