Επαναφορτιζόμενες Μπαταρίες - Ηλεκτρικά Οχήματα
Επαναφορτιζόμενες Μπαταρίες - Ηλεκτρικά Οχήματα

ΚΡΗΤΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ - ΚΡΗΤΙΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟΣ - ΚΡΗΤΙΚΕΣ ΛΕΞΕΙΣ ΑΠΟ 'Μ' - ΣΕΛΙΔΑ 9

Καλωσήρθατε στο αρτιότερο Κρητικό Λεξικό με κρητικές λέξεις από την κρητική διάλεκτο και το κρητικό λεξιλόγιο - γλωσσάρι!

Εδώ θα βρείτε κρητικές λέξεις με την ερμηνεία τους, την ετυμολογία τους, παραδείγματα χρήσης, συνώνυμα και αντίθετα.

Για να αναζητήσετε μια λέξη μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τον κεντρικό μηχανισμό αναζήτησης στο πάνω μέρος της σελίδας.

Αν πατήσετε σε ένα από τα ακόλουθα γράμματα, θα προβληθούν μόνο οι λέξεις που αντιστοιχούν σε αυτό.

Όλα
Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Ή   Θ   Ί   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Ύ   Φ   Χ   Ψ   Ώ

μπλιο

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
πια, πλέον, ποτέ πια

μποδιάζω

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
εμποδίζω | μποδιάζω ένα ζώο = του δένω τα δυό πόδια με το κεφάλι για να μην μπορεί να πηδήσει ψηλά να να φύγει ή να φάει κάποιο φυτό

μπόλι

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
εμβόλιο | μόσχευμα, ή κομμάτι κλαδιού ειδικού για μπόλιασμα, κέντρισμα

μπολιάζω

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
κεντρίζω

μπολίδα

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
γυναικείο κάλυμα κεφαλής, κεφαλομάντηλο

μπόργιενε

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
μπορούσε, εμπόργιενε

μπόσικο

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
λάσκα

μποτζάλι

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
το χείλος (γύρω γύρω), το πάνω μέρος ενός μικρού τοίχου,
Παράδειγμα: 
το μποτζάλι του πηγαδιού = το χείλος του πηγαδιού

μπουγιουρούμ

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
κοπιάστε, ορίστε, ελάτε

μπουζάζω

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
ή μπουζιάζω, αιχμαλωτίζω, δένω χεροπόδαρα, ακινητοποιώ, (ιδιαίτερα αφορά τα ζώα)

μπούκα

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
στόμα | στόμιο (πυροβόλου, λιμανιού, υπονόμου κτλ.) | τον έχω στην μπούκα = τον εχθρεύομαι
Ετυμολογία: 
[<λατιν. bucca (= στόμα)]

μπουλαματζέ

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
σε αφθονία

μπούμπουρα

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
μπρούμητα, με τη μούρη προς τα κάτω | έκφραση: "πήγαινε να πα θέσεις αμπούμπουρα" = πήγαινε να κρυφτείς
Παράδειγμα: 
Συνώνυμα: 
αμπούμπουρα

μπουμπουρέ

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
κυριολ. η φωλιά με τους μπουμπούρους | μτφ. "μου άνοιξες μπουμπουρέ(ς)" = μου δημιούργησες πολλά προβλήματα, μου άνοιξες νέα μέτωπα (δηλ. μου άνοιξες την φωλιά με τους μπουμπούρους και δέχομαι επίθεση)
Ετυμολογία: 
[< μπούμπουρας = σκαθάρι]
Παράδειγμα: 
Μου άνοιξες μπουμπουρέ(ς) : μου δημιούργησες πολλά προβλήματα, μου άνοιξες νέα μέτωπα (λέγεται στην επαρχία Αμαρίου και στο δυτικό Ρέθυμνο - Σαϊτούρες)

μπουμπουρισμένος

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
γυρισμένος μπρούμητα, με τη μούρη προς τα κάτω
Συνώνυμα: 
μπουμπουριστός

μπουμπουριστός

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
ο γυρισμένος μπρούμητα, με τη μούρη προς τα κάτω
Παράδειγμα: 
μπουμπουριστοί χοχλιοί

μπουμπούροι

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
είδος μεγαλόσωμων σφηγκών (ζωνόσβουροι)

μπουνταλάς

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
βλάκας, χαζός

μπουργιά

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
έχω μπουργιά = έχω τα νεύρα μου ([όπως λέμε έχω μπουρίνια )

μπουρμάς

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
μεμέτης εξομώτης
Επαναφορτιζόμενες Μπαταρίες - Ηλεκτρικά Οχήματα
Επαναφορτιζόμενες Μπαταρίες - Ηλεκτρικά Οχήματα