Μπούκα τι σημαίνει - ΚΡΗΤΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ
Ερμηνεία / Τι σημαίνει:
στόμα | στόμιο (πυροβόλου, λιμανιού, υπονόμου κτλ.) | τον έχω στην μπούκα = τον εχθρεύομαι
Ετυμολογία:
[<λατιν. bucca (= στόμα)]