Επαναφορτιζόμενες Μπαταρίες - Ηλεκτρικά Οχήματα
Επαναφορτιζόμενες Μπαταρίες - Ηλεκτρικά Οχήματα

ΚΡΗΤΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ - ΚΡΗΤΙΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟΣ - ΚΡΗΤΙΚΕΣ ΛΕΞΕΙΣ ΑΠΟ 'Μ' - ΣΕΛΙΔΑ 7

Καλωσήρθατε στο αρτιότερο Κρητικό Λεξικό με κρητικές λέξεις από την κρητική διάλεκτο και το κρητικό λεξιλόγιο - γλωσσάρι!

Εδώ θα βρείτε κρητικές λέξεις με την ερμηνεία τους, την ετυμολογία τους, παραδείγματα χρήσης, συνώνυμα και αντίθετα.

Για να αναζητήσετε μια λέξη μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τον κεντρικό μηχανισμό αναζήτησης στο πάνω μέρος της σελίδας.

Αν πατήσετε σε ένα από τα ακόλουθα γράμματα, θα προβληθούν μόνο οι λέξεις που αντιστοιχούν σε αυτό.

Όλα
Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Ή   Θ   Ί   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Ύ   Φ   Χ   Ψ   Ώ

μουτουπάκι

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
κουζίνα, κρυφή θήκη, κρυψώνας

μουχλιάζει

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
βραδιάζει, νυχτώνει

μπαγαπόντης

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
πονηρός, αυτός που κάνει απάτες

μπαγόρδα

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
πανηγύρια, χαρές

μπαϊλντίζω

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
αγανακτώ, απελπίζομαι, απόκαμα από κόπο ή στεναχώρια, βαρυθυμώ

μπαϊράκι

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
πολεμική σημαία, ανταρσία
Παράδειγμα: 
σήκωσε μπαϊράκι = άκανε ανταρσία, ξεσηκώθηκε

μπαλοτοκοπώ

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
ρίχνω πυροβολισμούς

μπαλωθιά

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
πυροβολισμός

μπαλωτέ

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
μπαλωθιά, πυροβολισμός

μπαμπακολαίμα

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
αυτή που έχει άσπρο και μαλακό λαιμό σαν μπαμπάκι

μπαμπεσά

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
ύπουλη ενέργεια

μπάντα

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
μεριά, μέρος, άκρη
Παράδειγμα: 
με πονεί η δεξά μου μπάντα στο μπέτη = πονώ στο δεξί μέρος στο στήθος

μπαντίχνω

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
και παντίχνω = συναντώ

μπαντούρα

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
καπάκι όστρακου | μαντούρα, αυλός από καλάμι με γλωσσίδι
Παράδειγμα: 
ασκομπαντούρα ή ασκομαντούρα = άσκαυλος, τσαμπούνα με δυο αυλούς
Συνώνυμα: 
μαντούρα

μπαξές

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
κήπος, ανθόκηπος, περιβόλι
Ετυμολογία: 
[<τουρκ. bahce]

μπάρε μου

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
τουλάχιστον

μπαρής

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
(ο) ο κολλητός, ο φίλος τον οποίο έχει κανείς στην πιο διακεκριμένη θέση και με τον οποίο έχει περάσει διάφορα τα οποία δημιούργησαν μια δυνατή φιλία (συναντάται κυρίως στα Χανιά)
Παράδειγμα: 
επήγα με τον μπαρή μου για κυνήγι

μπας και

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
μήπως και

μπασαλής

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
(ο) 1. μαχαίρι με θήκη που ζώνεται στην ζώνη | 2. σωματοφύλακας του Πασά
Ετυμολογία: 
1. [< πασαλής < τουρκ. paşali < από το paşa και το επίθημα li (κτητικό) = αυτό που ανήκει στον πασά (paşa) ή προέρχεται από τον πασά (τούρκο ανώτατο διοικητικό αξιωματούχο). Πάντως δεν είναι το μαχαίρι του πασά-αλή όπως ισχυρίζονται μερικοί.] | 2. [< πάσσαλος < πασσαλίς -ίδος (κατά το σκελος σκελις) η τριτόκλητη πασσαλίς έγινε ο αρσενικός πασαλής. Σημειωτέον ότι μπασαλεύω σημαίνει στο κρητικό ιδίωμα συνουσιάζομαι, γαμώ. Πιθανότατα και το μπάχαλο της αργκὀ να προέρχεται από το μπασσαλεὐω (κρητ. Ιδ) που σημαίνει συνουσιάζομαι με προφανή προέλευση τον πάσσαλο, που είναι φαλλόσχημος και βυθίζεται εντός του κόλπου κατά την συνουσία. Η συνουσία ανἐκαθεν σημαίνει μεταφορικώς αναστάτωση, καταστροφή] | 3. [< τουρκ. μπας = ανώτερος, πρώτος και καλύτερος]
Παράδειγμα: 
1. "ωσάν τον μαύρο μπασαλή" από τραγούδι του Νίκου & Γιώργου Στρατάκη | 2. Κατάρα: "να φας μαύρο μπασαλή"
Συνώνυμα: 
πασαλής

μπαταξής

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
αυτός που εξαπατά
Επαναφορτιζόμενες Μπαταρίες - Ηλεκτρικά Οχήματα
Επαναφορτιζόμενες Μπαταρίες - Ηλεκτρικά Οχήματα