Επαναφορτιζόμενες Μπαταρίες - Ηλεκτρικά Οχήματα
Επαναφορτιζόμενες Μπαταρίες - Ηλεκτρικά Οχήματα

ΚΡΗΤΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ - ΚΡΗΤΙΚΕΣ ΛΕΞΕΙΣ - ΚΡΗΤΙΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟΣ - ΣΕΛΙΔΑ 21

Καλωσήρθατε στο αρτιότερο Κρητικό Λεξικό με κρητικές λέξεις από την κρητική διάλεκτο και το κρητικό λεξιλόγιο - γλωσσάρι!

Εδώ θα βρείτε κρητικές λέξεις με την ερμηνεία τους, την ετυμολογία τους, παραδείγματα χρήσης, συνώνυμα και αντίθετα.

Για να αναζητήσετε μια λέξη μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τον κεντρικό μηχανισμό αναζήτησης στο πάνω μέρος της σελίδας.

Αν πατήσετε σε ένα από τα ακόλουθα γράμματα, θα προβληθούν μόνο οι λέξεις που αντιστοιχούν σε αυτό.

Όλα
Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Ή   Θ   Ί   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Ύ   Φ   Χ   Ψ   Ώ

ανάραχο

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
το πεπρωμένο, το ριζικό
Συνώνυμα: 
ανάροχο

ανάρια ανάρια

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
αραιά, μόλις που, αχνά

αναρωτώ

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
ρωτώ επίμονα, ανακρίνω

ανασέρνω

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
βγάζω, βγάζω νερό από το πηγάδι | πηγαίνω από τις εκβολές ποταμού προς την πηγή του, | ανεβαίνω, αναρριχώμαι
Συνώνυμα: 
ανεσύρνω

ανασκαλεύω

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
σκαλίζω βαθιά, ψάχνω, ξεσκαλίζω

ανασούμπαλος

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
ακατάστατος, ανοργάνωτος, αυτός που χωρίς να είναι τρελλός δεν είναι λογικός
Συνώνυμα: 
ανατσούμπαλος

ανάστεμα

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
η οικονομική άνοδος, η βελτίωση της κατάστασης κάποιου ή μιας οικογένειας

αναστεναμένος

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
καημένος, ταλαίπωρος

αναστένω

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
ξαναχτίζω κάτι που χάλασε

αναστορήματα

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
ενθυμήματα

αναστορούμαι

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
θυμούμαι, φέρνω στο μυαλό

ανατέλω

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
εμφανίζομαι | περνώ,διαβαίνω

ανάτριχα

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
επιρρ. από τους πρόποδες ως την κορυφή του βουνού | το βαθύ, σχολαστικό, επίπονο κόντρα ξύρισμα

ανατριχιώ

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
ανατριχιάζω, τρέμω, φοβούμαι
Συνώνυμα: 
ανατριχώ

ανατυλιγαδίζω

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
φέρνω και ξαναφέρνω στο νού

αναφανίζω

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
αφανίζω, καταστρέφω

αναφχαριστούμαι

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
λυπούμαι

αναχαράσσει

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
ξανατρώει μασημένο φαγητό | επαναλαμβάνει τα ίδια, αντιγράφει
Συνώνυμα: 
ανεχαράσσει

αναχασκίζομαι

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
χασμουριέμαι

αναχεντρώνω

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
αγριεύω, εξοργίζομαι
Επαναφορτιζόμενες Μπαταρίες - Ηλεκτρικά Οχήματα
Επαναφορτιζόμενες Μπαταρίες - Ηλεκτρικά Οχήματα