Ανατριχιώ τι σημαίνει - ΚΡΗΤΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
ανατριχιάζω, τρέμω, φοβούμαι
Συνώνυμα: 
ανατριχώ
Share on Facebook

Δείτε περισσότερες κρητικές λέξεις στο Κρητικό Λεξικό