Επαναφορτιζόμενες Μπαταρίες - Ηλεκτρικά Οχήματα
Επαναφορτιζόμενες Μπαταρίες - Ηλεκτρικά Οχήματα

ΚΡΗΤΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ - ΚΡΗΤΙΚΕΣ ΛΕΞΕΙΣ - ΚΡΗΤΙΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟΣ - ΣΕΛΙΔΑ 108

Καλωσήρθατε στο αρτιότερο Κρητικό Λεξικό με κρητικές λέξεις από την κρητική διάλεκτο και το κρητικό λεξιλόγιο - γλωσσάρι!

Εδώ θα βρείτε κρητικές λέξεις με την ερμηνεία τους, την ετυμολογία τους, παραδείγματα χρήσης, συνώνυμα και αντίθετα.

Για να αναζητήσετε μια λέξη μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τον κεντρικό μηχανισμό αναζήτησης στο πάνω μέρος της σελίδας.

Αν πατήσετε σε ένα από τα ακόλουθα γράμματα, θα προβληθούν μόνο οι λέξεις που αντιστοιχούν σε αυτό.

Όλα
Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Ή   Θ   Ί   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Ύ   Φ   Χ   Ψ   Ώ

σουσούμι

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
ιδιαίτερο προσωπικό χαρακτηριστικό στοιχείο της μορφής και γενικά της εμφάνισης κάποιου ανθρώπου ή και ζώου

σουσουμιάζω

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
προσομοιάζω. (Ίσως πρέπει να γράφεται ως σουσουμοιάζω)

σουχλικό

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
κατηγορία, συκοφαντία

σπεράδα

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
πέρασμα, περασά

σπερνιάζω

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
Κάνω εσπερινό. Το λέμε μόνο για τον παπά. Θα σπερνιάσει δηλαδή θα κάνει εσπερινό

σπερνό

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
το απόγευμα της προηγούμενης μέρας | εσπερινός, το "σπερνό" ενός Αγίου ή μιας γιορτής σημαίνει εσπερινός της γιορτής

σπηλιάρι

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
μικρή σπηλιά

σπήλιος

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
το σπήλαιο

σπούνε

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
σπάνε, κομματιάζουν, θρυματίζουν

σταθόρι

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
παράστημα

σταλίκι

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
σημάδι πακτωμένο σταθερά στη γη από ξύλο, σίδερο ή πέτρα, ορόσημο

σταμναγκάθι

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
αγριόχορτο που τρώγεται είτε ψημένο είτε ωμό στη σαλάτα

στανικώς

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
με το στανιό, με το ζόρι, με κακή όρεξη
Παράδειγμα: 
βαριόμουνα και πήγα στανικώς στο χωράφι

στάξη

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
λίγο, μια σταλιά | στάξη στάξη = καθόλου
Παράδειγμα: 
βάλε μια στάξη λάδι στη σαλάτα

στελιώνω

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
στήνω, οργανώνω | συναρμολογώ | βάζω το στυλιάρι στην αξίνα (σκαλίδα)

στεμενιά

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
στήσιμο

στένω

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
στήνω | σταματώ
Ετυμολογία: 
[ < μεσν. στένω < έστεσα < έστησα (αόρ. του μεταγν. ιστάνω)]
Παράδειγμα: 
σαν είναι ο τράγος δυνατός δεν τονε στένει η μάντρα

στενωσά

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
στενότητα, στένεμα του χώρου, του δρόμου

στεριώνω

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
αντέχω στη φθορά

στέρνα

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
δεξαμενή ομβρίων υδάτων, δεξαμενή κτισμένη με πέτρες μέσα στη γη
Επαναφορτιζόμενες Μπαταρίες - Ηλεκτρικά Οχήματα
Επαναφορτιζόμενες Μπαταρίες - Ηλεκτρικά Οχήματα