Επαναφορτιζόμενες Μπαταρίες - Ηλεκτρικά Οχήματα
Επαναφορτιζόμενες Μπαταρίες - Ηλεκτρικά Οχήματα

ΚΡΗΤΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ - ΚΡΗΤΙΚΕΣ ΛΕΞΕΙΣ - ΚΡΗΤΙΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟΣ - ΣΕΛΙΔΑ 86

Καλωσήρθατε στο αρτιότερο Κρητικό Λεξικό με κρητικές λέξεις από την κρητική διάλεκτο και το κρητικό λεξιλόγιο - γλωσσάρι!

Εδώ θα βρείτε κρητικές λέξεις με την ερμηνεία τους, την ετυμολογία τους, παραδείγματα χρήσης, συνώνυμα και αντίθετα.

Για να αναζητήσετε μια λέξη μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τον κεντρικό μηχανισμό αναζήτησης στο πάνω μέρος της σελίδας.

Αν πατήσετε σε ένα από τα ακόλουθα γράμματα, θα προβληθούν μόνο οι λέξεις που αντιστοιχούν σε αυτό.

Όλα
Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Ή   Θ   Ί   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Ύ   Φ   Χ   Ψ   Ώ

μπεγιεντισμένος

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
αρεστός σε όλους, παινεμένος, αυτός που ξεχωρίζει μέσα σε πολλούς

μπεγίρι

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
άλογο

μπελάς

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
ανεπιθύμητη σκέψη, άγχος, στεναχώρια

μπελί

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
φανερό
Παράδειγμα: 
είναι μπελί = είναι φανερό |μπελί και = μήπως και

μπεντένι

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
τσιμεντένιο στηθαίο, τείχος, καστρότειχος

μπεράτης

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
σύρτης

μπέργιαυλο

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
αυλή

μπερεστές

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
στάδιο, κατάντια, αδιέξοδο, κατάσταση

μπερετινιάζουνε

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
(οι ελιές) παραμορφώνονται από έλλειψη νερού

μπεσαλής

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
αυτός που τιμά και τηρεί τον λόγο του

μπέτης

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
στήθος, θώραξ
Ετυμολογία: 
[< petto (ιταλ.) < pector-is (λατιν.)]

μπήγω

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
καρφώνω

μπίζηλος

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
1. μπελαλίδικος, δύσχρηστος, ιδιότροπος, παράξενος, πολύπλοκος | 2. ευαίσθητος, λεπτεπίλεπτος, που χρειάζεται ιδιαίτερη μεταχείριση
Ετυμολογία: 
[< αρχ. επίζηλος]
Παράδειγμα: 
1. πολύ μπίζηλο αυτο το πλυντήριο, δεν ξέρω πως να το λειτουργήσω | 2. πολύ μπίζηλο αυτό το πλεχτό, θέλει πολύ μέτρημα
Συνώνυμα: 
τζαναμπέτης, τζαναμπέτικος
Αντίθετα: 
μανιτζέβελος, ματζόβολος

μπιστικός

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
έμπιστος

μπίτισε

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
εμπίτισε = ετελείωσε

μπλέκω

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
ενοχοποιώ, ενοχοποιούμαι,μπλέκω σε κάτι

μπλιο

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
πια, πλέον, ποτέ πια

μποδιάζω

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
εμποδίζω | μποδιάζω ένα ζώο = του δένω τα δυό πόδια με το κεφάλι για να μην μπορεί να πηδήσει ψηλά να να φύγει ή να φάει κάποιο φυτό

μπόλι

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
εμβόλιο | μόσχευμα, ή κομμάτι κλαδιού ειδικού για μπόλιασμα, κέντρισμα

μπολιάζω

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
κεντρίζω
Επαναφορτιζόμενες Μπαταρίες - Ηλεκτρικά Οχήματα
Επαναφορτιζόμενες Μπαταρίες - Ηλεκτρικά Οχήματα