Μπίζηλος τι σημαίνει - ΚΡΗΤΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ
Ερμηνεία / Τι σημαίνει:
1. μπελαλίδικος, δύσχρηστος, ιδιότροπος, παράξενος, πολύπλοκος | 2. ευαίσθητος, λεπτεπίλεπτος, που χρειάζεται ιδιαίτερη μεταχείριση
Ετυμολογία:
[< αρχ. επίζηλος]
Παράδειγμα:
1. πολύ μπίζηλο αυτο το πλυντήριο, δεν ξέρω πως να το λειτουργήσω | 2. πολύ μπίζηλο αυτό το πλεχτό, θέλει πολύ μέτρημα
Συνώνυμα:
τζαναμπέτης, τζαναμπέτικος
Αντίθετα:
μανιτζέβελος, ματζόβολος