Επαναφορτιζόμενες Μπαταρίες - Ηλεκτρικά Οχήματα
Επαναφορτιζόμενες Μπαταρίες - Ηλεκτρικά Οχήματα

ΚΡΗΤΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ - ΚΡΗΤΙΚΕΣ ΛΕΞΕΙΣ - ΚΡΗΤΙΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟΣ - ΣΕΛΙΔΑ 80

Καλωσήρθατε στο αρτιότερο Κρητικό Λεξικό με κρητικές λέξεις από την κρητική διάλεκτο και το κρητικό λεξιλόγιο - γλωσσάρι!

Εδώ θα βρείτε κρητικές λέξεις με την ερμηνεία τους, την ετυμολογία τους, παραδείγματα χρήσης, συνώνυμα και αντίθετα.

Για να αναζητήσετε μια λέξη μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τον κεντρικό μηχανισμό αναζήτησης στο πάνω μέρος της σελίδας.

Αν πατήσετε σε ένα από τα ακόλουθα γράμματα, θα προβληθούν μόνο οι λέξεις που αντιστοιχούν σε αυτό.

Όλα
Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Ή   Θ   Ί   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Ύ   Φ   Χ   Ψ   Ώ

μαναριές

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
τσεκουριές

μάνητα

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
οργή, θυμός, μανία, ταραχή

μάνι μάνι

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
γρήγορα γρήγορα

μανίζω

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
νευριάζω, θυμώνω

μάντακας

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
(ο) το τσιμπούρι, που συναντάται σε πρόβατα, σκύλους και άλλα ζώα. Ειδικά τα πρόβατα όχι μόνο τα εξουθενώνουν αλλά μπορούν να τα οδηγήσουν ακόμα και στο θάνατο. Ο μάντακας δεν έχει μεγάλο θώρακα αλλά το στομάχι του όταν απομυζά αίμα μπορεί να φθάσει στο μέγεθος ενός φασολιού.
Παράδειγμα: 
να βάλουμε σκόνη στο σκύλο για τσι μαντάκους
Συνώνυμα: 
τσιμπούρι

μάνταλος

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
σύρτης της πόρτας

μανταλώνω

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
κλειδώνω, ασφαλίζω

μαντάτο

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
είδηση

μάντρα

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
χώρος που περιορίζει ο βοσκός τα ζώα του

μαντρατζής

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
ο βοσκός, ο υπεύθυνος της μάντρας, του κοπαδιού

μαντρίζω

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
περιορίζω, μαντρώνω

μαντρωμένο

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
περιορισμένο, μαντρισμένο

μαξούλι

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
ο καρπός, η συγκομιδή

μαόθια

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
πλήθος

μαράζι

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
αγιάτρευτος καημός, αρρώστια της ψυχής, στενοχώρια

μαργώνω

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
κρυώνω, μουδιάζω από το κρύο, παγώνω

μαριόλα

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
πονηρή, πανούργα, παιγνιδιάρα

μασέ

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
εμάς

μαστραπάς

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
Μικρή μεταλλική, πήλινη ή γυάλινη κανάτα για σερβίρισμα νερού ή κρασιού. Έχει ευρύ και μυτερό στόμιο, καθώς και χειρολαβή.
Ετυμολογία: 
< (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μαστραπάς < τουρκική maşrapa [1] < αραβική مشربة (mashraba) < ρίζα "σούρμπ" (πίνω)
Παράδειγμα: 
1. Από το τραγούδι "Τα βάσανα μου χαίρομαι" (ή αλλιώς "Χαλεπιανός") που ηχογραφήθηκε το 1938 από τον Στέλιο Φουσταλιέρη μαζί με τον Γιάννη Μπαξεβάνη: "Γυαλένιος είσαι μαστραπάς κι όποιον κι αν δεις τον αγαπάς" 2. Παροιμία: "Τον μαστραπά τον έσπασες, κρασί τι μου γυρεύεις;"

μασχαλοβύζα

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
γυναίκα με πλούσιο στήθος (που φτάνει μέχρι τις μασχάλες)
Επαναφορτιζόμενες Μπαταρίες - Ηλεκτρικά Οχήματα
Επαναφορτιζόμενες Μπαταρίες - Ηλεκτρικά Οχήματα