Επαναφορτιζόμενες Μπαταρίες - Ηλεκτρικά Οχήματα
Επαναφορτιζόμενες Μπαταρίες - Ηλεκτρικά Οχήματα

ΚΡΗΤΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ - ΚΡΗΤΙΚΕΣ ΛΕΞΕΙΣ - ΚΡΗΤΙΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟΣ - ΣΕΛΙΔΑ 3

Καλωσήρθατε στο αρτιότερο Κρητικό Λεξικό με κρητικές λέξεις από την κρητική διάλεκτο και το κρητικό λεξιλόγιο - γλωσσάρι!

Εδώ θα βρείτε κρητικές λέξεις με την ερμηνεία τους, την ετυμολογία τους, παραδείγματα χρήσης, συνώνυμα και αντίθετα.

Για να αναζητήσετε μια λέξη μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τον κεντρικό μηχανισμό αναζήτησης στο πάνω μέρος της σελίδας.

Αν πατήσετε σε ένα από τα ακόλουθα γράμματα, θα προβληθούν μόνο οι λέξεις που αντιστοιχούν σε αυτό.

Όλα
Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Ή   Θ   Ί   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Ύ   Φ   Χ   Ψ   Ώ

αγγειό γυάλινο

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
είδος χειροβομβίδας

αγγέλαμος

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
είδος άγριας βρώμης

αγγελίζω

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
είμαι όμορφος σαν άγγελος

αγγελοσκιάζομαι

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
σκιάζομαι από τον άγγελό μου, βλέπω οράματα, προμηνύματα, για τον θάνατό μου
Συνώνυμα: 
αγγελασκιάζομαι

άγγιχτος

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
ανέγγιχτος, αυτός που δεν έχει αγγιχτεί από ανθρώπινο χέρι

αγγουρίδα

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
το άγουρο σταφύλι

αγγουροξυπνώ

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
ξυπνώ πρόωρα

άγγουρος

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
ο νέος | αγίνωτος

αγγουροφαίνεται

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
μου κακοφαίνεται

αγγριγιεύω

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
γίνομαι άγριος, αγριεύω, ερεθίζω κάποιον, τον εξάπτω

αγγρίζω

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
ερεθίζω | ερεθίζω ερωτικά
Παράδειγμα: 
ο κριγιός (κριός) είναι αγγρισμένος (προετοιμασμένος για ερωτική πράξη)

αγιάερτος

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
αγύριστος, που δεν έχει γυρίσει ακόμα
Ετυμολογία: 
[< γιαγέρνω]
Παράδειγμα: 
πήγαινε στον αγιάερτο = πήγαινε στον αγύριστο
Συνώνυμα: 
αγάερτος, αγιάγιερτος

αγιάζι

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
πρωϊνή δροσιά

αγιάζω

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
καλημερίζω

αγιάρι

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
(το) ακριβής λειτουργία μηχανήματος ή ζυγού | έλεγχος της λειτουργίας μηχανήματος | χωρητικότητα αγγείου
Ετυμολογία: 
[< αραβ. ayar (= βαθμός καθαρότητας του χρυσού)]

αγιαρντίζω

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
ξελογιάζω

αγιάτρευτος

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
αθεράπευτος

αγίδα

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
συμπαράσταση, βοήθεια

αγίζι

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
η φόρα που παίρνει κάποιος για να να πηδήσει

άγιο πυργιό

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
το άγιο πύρ
Επαναφορτιζόμενες Μπαταρίες - Ηλεκτρικά Οχήματα
Επαναφορτιζόμενες Μπαταρίες - Ηλεκτρικά Οχήματα