Επαναφορτιζόμενες Μπαταρίες - Ηλεκτρικά Οχήματα
Επαναφορτιζόμενες Μπαταρίες - Ηλεκτρικά Οχήματα

ΚΡΗΤΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ - ΚΡΗΤΙΚΕΣ ΛΕΞΕΙΣ - ΚΡΗΤΙΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟΣ - ΣΕΛΙΔΑ 113

Καλωσήρθατε στο αρτιότερο Κρητικό Λεξικό με κρητικές λέξεις από την κρητική διάλεκτο και το κρητικό λεξιλόγιο - γλωσσάρι!

Εδώ θα βρείτε κρητικές λέξεις με την ερμηνεία τους, την ετυμολογία τους, παραδείγματα χρήσης, συνώνυμα και αντίθετα.

Για να αναζητήσετε μια λέξη μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τον κεντρικό μηχανισμό αναζήτησης στο πάνω μέρος της σελίδας.

Αν πατήσετε σε ένα από τα ακόλουθα γράμματα, θα προβληθούν μόνο οι λέξεις που αντιστοιχούν σε αυτό.

Όλα
Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Ή   Θ   Ί   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Ύ   Φ   Χ   Ψ   Ώ

τσαφαρίζω

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
για μουσικό όργανο βγάζω τρίξιμο, σύρσιμο, τσίριγμα ή οξύ ήχο (συνήθως όταν δεν πατάει καλά το δοξάρι στις χορδές) | για δίσκο βινυλίου όταν ακούγεται τσαφ-τσάφ
Παράδειγμα: 
Παίξε καλά την λύρα σου και μην την τσαφαρίζεις, γιατί θαρρούν οι κοπελιές πως στάρι κοσκινίζεις

τσάχαλα

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
μικρά σκουπιδάκια πετραδάκια, ξυλάκια μέσα στα όσπρια, που πρέπει να τα καθαρίζουμε προσεκτικά πριν τα ψήσουμε

τσάχαλος

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
θόρυβος πολύ ασθενής

τσελεκώνω

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
τσακώνω

τσεμπέρι

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
γυναικείο κάλυμα κεφαλής, κεφαλομάντηλο, μπολίδα

τσέτες

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
άτακτοι

τση

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
της
Συνώνυμα: 
τζη

τσι

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
τις, τους
Παράδειγμα: 
να τσι δώσω = να τους δώσω, να δώσω σε αυτές | τσι λένε = τις λένε

τσιγλώ

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
πειράζω, παρενοχλώ, ενοχλώ

τσικάλι

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
η κατσαρόλα, το τσουκάλι

τσικουδιά

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
ρακή
Παράδειγμα: 
από τα τσίκουδα που περιέχονται στα στρέμφυλα (ότι απομένει από το πάτημα των σταφυλιών, φλοιός ρόγας με λίγο πολτό, κορμός σταφυλιού και κουκούτσια)

τσίκουδο

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
κουκούτσι

τσικούρι

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
απόκρημνο μέρος στην κορυφή του βουνού

τσιλιό

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
ευκοίλια

τσιλούμαι

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
κατουριέμαι πάνω μου | έχω ευκοίλια

τσινιά

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
κλωτσιά, συνήθως από ζώο

τσίπα

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
μεμβράνη που σχηματίσει στο πάνω μέρος το βρασμένο γάλα όταν κρυώσει.Επίσης είναι η αξιοπρέπεια, φιλότιμο, η διαχωριστική γραμμή να γίνει κανείς ξεδιάντροπος

τσιρές

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
φωνές τσιριχτές, δυνατές. δυνατή ψιλή ροή νερού για να πιτσιλίσεις κάποιον

τσιτσέκι

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
λουλούδι

τσιφτές

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
τουφέκι δίκανο
Επαναφορτιζόμενες Μπαταρίες - Ηλεκτρικά Οχήματα
Επαναφορτιζόμενες Μπαταρίες - Ηλεκτρικά Οχήματα