Τσαφαρίζω τι σημαίνει - ΚΡΗΤΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ
Ερμηνεία / Τι σημαίνει:
για μουσικό όργανο βγάζω τρίξιμο, σύρσιμο, τσίριγμα ή οξύ ήχο (συνήθως όταν δεν πατάει καλά το δοξάρι στις χορδές) | για δίσκο βινυλίου όταν ακούγεται τσαφ-τσάφ
Παράδειγμα:
Παίξε καλά την λύρα σου και μην την τσαφαρίζεις, γιατί θαρρούν οι κοπελιές πως στάρι κοσκινίζεις