Επαναφορτιζόμενες Μπαταρίες - Ηλεκτρικά Οχήματα
Επαναφορτιζόμενες Μπαταρίες - Ηλεκτρικά Οχήματα

ΚΡΗΤΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ - ΚΡΗΤΙΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟΣ - ΚΡΗΤΙΚΕΣ ΛΕΞΕΙΣ ΑΠΟ 'Λ' - ΣΕΛΙΔΑ 2

Καλωσήρθατε στο αρτιότερο Κρητικό Λεξικό με κρητικές λέξεις από την κρητική διάλεκτο και το κρητικό λεξιλόγιο - γλωσσάρι!

Εδώ θα βρείτε κρητικές λέξεις με την ερμηνεία τους, την ετυμολογία τους, παραδείγματα χρήσης, συνώνυμα και αντίθετα.

Για να αναζητήσετε μια λέξη μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τον κεντρικό μηχανισμό αναζήτησης στο πάνω μέρος της σελίδας.

Αν πατήσετε σε ένα από τα ακόλουθα γράμματα, θα προβληθούν μόνο οι λέξεις που αντιστοιχούν σε αυτό.

Όλα
Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Ή   Θ   Ί   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Ύ   Φ   Χ   Ψ   Ώ

λιανός

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
λεπτός

λιβαδοπέρδικα

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
η πέρδικα που ζει στα λιβάδια | μετ.όμορφη κοπέλα από τον κάμπο

λιγαβρές

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
βλέπε διγαβρές

λιγομαριάζομαι

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
λιποθυμώ

λιγώνω

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
δοκιμάζω, γεύομαι

λίκι

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
(το) ο μίσχος, ο ποδίσκος, το κοτσάνι φρούτων ή λαχανικών, πχ του σταφυλιού, της σταφίδας, του αχλαδιού κ.ά.
Ετυμολογία: 
< ἑλίκιον, υποκορ. του ἕλιξ
Παράδειγμα: 
το λίκι του αχλαδιού
Συνώνυμα: 
λίγκι

λιξίδια

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
λιχουδιές

λιοβούτημα

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
η δύση του ηλίου

λιομαζώχτρες

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
γυναίκες που μαζεύουν ελιές

λιόπρωτος

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
πρώτος πρώτος

λιοπύρι

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
ημέρα με πολύ μεγάλη θερμοκρασία

λιοτρίβι

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
ελαιοτριβείο, μάκενα

λιόχεντρα

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
οχιά, όχεντρα

λιόχυτα

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
ηλιόλουστα

λιώμα

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
πολτοποίηση, λιώσιμο, σύνθλιψη | πολτός, καθετί λιωμένο | ψυχικό ράκος
Ετυμολογία: 
[<μτγν. λείωμα < λει[ω]]

λογάρι

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
θησαυρός, κρυμένος θησαυρός

λογιάζω

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
σκέπτομαι, βάνω στο νου μου, υπολογίζω

λογιώ λογιώ

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
κάθε είδους, πολλών και διαφόρων ειδών

λογοσέρνω

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
φιλονικώ, λογοφέρνω

λογοστεμένοι

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
αυτοί που έχουν δώσει λόγο, αμοιβαία υπόσχεση αρραβώνων, γάμου
Επαναφορτιζόμενες Μπαταρίες - Ηλεκτρικά Οχήματα
Επαναφορτιζόμενες Μπαταρίες - Ηλεκτρικά Οχήματα