Λίκι τι σημαίνει - ΚΡΗΤΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ
Ερμηνεία / Τι σημαίνει:
(το) ο μίσχος, ο ποδίσκος, το κοτσάνι φρούτων ή λαχανικών, πχ του σταφυλιού, της σταφίδας, του αχλαδιού κ.ά.
Ετυμολογία:
< ἑλίκιον, υποκορ. του ἕλιξ
Παράδειγμα:
το λίκι του αχλαδιού
Συνώνυμα:
λίγκι