Επαναφορτιζόμενες Μπαταρίες - Ηλεκτρικά Οχήματα
Επαναφορτιζόμενες Μπαταρίες - Ηλεκτρικά Οχήματα

ΚΡΗΤΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ - ΚΡΗΤΙΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟΣ - ΚΡΗΤΙΚΕΣ ΛΕΞΕΙΣ ΑΠΟ 'Α' - ΣΕΛΙΔΑ 20

Καλωσήρθατε στο αρτιότερο Κρητικό Λεξικό με κρητικές λέξεις από την κρητική διάλεκτο και το κρητικό λεξιλόγιο - γλωσσάρι!

Εδώ θα βρείτε κρητικές λέξεις με την ερμηνεία τους, την ετυμολογία τους, παραδείγματα χρήσης, συνώνυμα και αντίθετα.

Για να αναζητήσετε μια λέξη μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τον κεντρικό μηχανισμό αναζήτησης στο πάνω μέρος της σελίδας.

Αν πατήσετε σε ένα από τα ακόλουθα γράμματα, θα προβληθούν μόνο οι λέξεις που αντιστοιχούν σε αυτό.

Όλα
Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Ή   Θ   Ί   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Ύ   Φ   Χ   Ψ   Ώ

αναμερίζω

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
παραμερίζω, περνω ανάμεσα

ανάμεσα να

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
ενώ, κατά τη διάρκεια

αναμεσάδα

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
το ενδιάμεσο

αναμεσώς

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
ανάμεσα

αναμιγή

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
αναταραχή, ανακάτεμα

ανάμισυ

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
ένα και μισό

αναμπαλώνω

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
βάζω μπάλωμα πάνω σε ένα άλλο

αναμπλήστηκα

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
εχόρτασα

αναμπούκωμα

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
οι πτυχές των ανασηκωμένων ρούχων, τα ανασηκωμένα μανίκια
Συνώνυμα: 
ανεμπούκωμα

αναμπουκώνομαι

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
σηκώνω τα μανίκια μου, ανασκουμπώνομαι

ανανογούμαι

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
καταλαβαίνω

ανάντια

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
ενάντια, αντίθετα

αναντρανίζω

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
σηκώνομαι, παίρνω κουράγιο, θάρρος | εμψυχώνομαι, παίρνω δυνάμεις, δυναμώνω
Συνώνυμα: 
ανεντρανίζω

αναντράνισμα

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
το σήκωμα των ματιών

αναντρανιστός

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
στητός, ολόρθος | άεράτος, ζωηρός
Συνώνυμα: 
ανεντρανιστός

ανάπλες

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
κουβέρτες, χοντρά κλινοσκεπάσματα, παλιά οι ειδικές λινάτσες μεγέθους κουβέρτας, για το μάζεμα των ελιών

αναπνιά

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
αναπνοή

αναποδιά

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
κακοτυχία

αναραφτερός

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
μπαλωμένος

αναράφτω

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
επιδιορθώνω σχισμένα ρούχα, μπαλώνω
Συνώνυμα: 
ναράφτω
Επαναφορτιζόμενες Μπαταρίες - Ηλεκτρικά Οχήματα
Επαναφορτιζόμενες Μπαταρίες - Ηλεκτρικά Οχήματα