Αναντρανίζω τι σημαίνει - ΚΡΗΤΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
σηκώνομαι, παίρνω κουράγιο, θάρρος | εμψυχώνομαι, παίρνω δυνάμεις, δυναμώνω
Συνώνυμα: 
ανεντρανίζω