Βεγγέρα τι σημαίνει - ΚΡΗΤΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ
Ερμηνεία / Τι σημαίνει:
(η)
- βραδινή συγκέντρωση σε σπίτι όπου ο οικοδεσπότης καλεί φίλους και συγγενείς και η οποία συνήθως κρατάει μέχρι αργά
- βραδινή οικογενειακή επίσκεψη σε συγγενικό ή φιλικό σπίτι που λάμβανε μορφή μικρής γιορτής, όπου προσφέρονταν διάφορα γλυκά, ξηροί καρποί, (όπως σύκα, καρύδια), ελιές, γλυνερό, λουκάνικα και τυριά, που συνοδεύονταν με ρακί ή κρασί
Η λέξη "βεγγέρα" συντάσσεται με το ρήμα "κάνω" πχ. "κάνω βεγγέρα"
Ετυμολογία:
[< ιταλικά vegghera]