Τσαγρίζω τι σημαίνει - ΚΡΗΤΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ
Ερμηνεία / Τι σημαίνει:
1. (από περιοχή Ρεθύμνου) πιτσιλάω, καταβρέχω
2. ραγίζω (??? χρειάζεται επαλήθευση)
3. διαλύω (??? χρειάζεται επαλήθευση)
Παράδειγμα:
1. (πιτσιλάω, καταβρέχω) Τσάγρισε μια ολιά το δρόμο να κάτσει ο πάσπαρος = κατάβρεξε λίγο τον δρόμο να κάτσει η σκόνη