Συρμαγιά τι σημαίνει - ΚΡΗΤΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ
Ερμηνεία / Τι σημαίνει:
(η) κεφάλαιο, αρχικό χρηματικό κεφάλαιο επιχείρησης | (ναυτικός όρος) το αρχικό κεφάλαιο εξόδων ταξιδιού ελληνικού εμπορικού πλοίου, επί τουρκοκρατίας και λίγο μετά την ανεξαρτησία
Ετυμολογία:
[συρμαγιά, σιρμαγιά, σερμαγιά < τουρκική sermaye < περσική سرمايه (sarmāya)]
Συνώνυμα:
σερμαγιά, σιρμαγιά