Σόι τι σημαίνει - ΚΡΗΤΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ
Ερμηνεία / Τι σημαίνει:
1. (το σόι) ως ουσιαστικό η ευρύτερη οικογένεια στην οποία ανήκει κάποιος, το συγγενολόι | 2. ως επίρρημα στην φράση "δεν είναι σόι" σημαίνει "το μυαλό του δεν στέκει καλά"
Ετυμολογία:
[< (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική صوی (soy, καταγωγή)]
Παράδειγμα:
1. Στον γάμο του κάλεσε ολόκληρο το σόι | 2. αυτός δεν είναι σόι = το μυαλό του δεν στέκει καλά