Ντουκιάνι τι σημαίνει - ΚΡΗΤΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ
Ερμηνεία / Τι σημαίνει:
(το) παλιά ονομασία του καφενείου, που εκτελούσε και χρέη παντοπωλείου, πουλώντας και είδη πρώτης ανάγκης οπως ζάχαρη, καφέ, αλάτι, όσπρια, κατεψυγμένα είδη, σπίρτα, βελόνες, σχοινί κτλ.
Ετυμολογία:
[< τούρκ. dükkân]
Παράδειγμα:
Απ' το τραγούδι των Γιώργου και Νίκου Στρατάκη (Στρατάκια) "Ντουκιάνι" : "Χωριατοπούλα, ο-ψες αργάς, ε-βγήκε στο σεργιάνι, στο πέργιαβλο τση γειτονιάς απ’ όξω απ’ το ντουκιάνι...Χωριατοπούλα, τ’ ασκιανού που σου κλουθά ζηλένε, μες στο ντουκιάνι οι χωριανοί κι ο γ-ης τ’ αλλού το λένε...Κι έγινε απόψε στο ντουκιάνι
ανελωμή π’ ο κόσμος δεν ν-τη βάνει"
Συνώνυμα:
δουκιάνι, ντουκάνι