Μαχμουρλής τι σημαίνει - ΚΡΗΤΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ
Ερμηνεία / Τι σημαίνει:
αγουροξυπνημένος | δύσθυμος, κακόκεφος | (μτφ.) αργός, οκνός, βαρύθυμος
Ετυμολογία:
[<τουρκ. mahmurlu]
Παράδειγμα:
συναντήσαμε το στρατιώτη... Αμίλητος και μαχμουρλής (Γ. Μπεράτης)