Κανυώ/καμνυώ, τα μάτια μου, κανυορίζω τι σημαίνει - ΚΡΗΤΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ
Ερμηνεία / Τι σημαίνει:
καμνυώ/κανυώ/κα(μ)νυουλίζω τα μάτια μου: μισοκλείνω τα μάτια μου από νύστα.
Ετυμολογία:
Από το αρχ. καμμύω και καταμύω=κλείω τους οφθαλμούς