Γραντώ τι σημαίνει - ΚΡΗΤΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
απηυδώ,εξαντλούμαι από μεγάλη ταλαιπωρία ή μπλέξιμο, αρρωσταίνω, μπλέκω σε δυσάρεστες καταστάσεις, βρίσκω τον μπελά μου (αόριστος: εγράντηξα = μού τυχε κακή ώρα)