Γούζομαι τι σημαίνει - ΚΡΗΤΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ
Ερμηνεία / Τι σημαίνει:
γκρινιάζω, δυσανασχετώ, παραπονιέμαι, διαμαρτύρομαι, γογγύζω
Ετυμολογία:
[< πιθανόν από το αρχ. γοώ]
Παράδειγμα:
1. Στίχος από σατυρικό τραγούδι του Μουντάκη: "Βρίχνει τον ένα γούζεται πως είν’ πολλή η δουλειά ντου, βρίχνει τον άλλο κι αγλακά να κάτσει στον καφά ντου"
2. Απ' το τραγούδι του Νίκου Δημοτάκη "Τση γούζιεται η μάνα τση" ο στίχος:
"Τση γούζιεται η μάνα τση και τση αντιγριτσώνει"