Γάιδαρος τι σημαίνει - ΚΡΗΤΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ
Ερμηνεία / Τι σημαίνει:
κατοικίδιο θηλαστικό ζώο, όνος | (μτφ.) άνθρωπος άξεστος, αγροίκος | αδιάντροπος | αφιλότιμος | φρ. κατά φωνή κι ο γάιδαρος, για κάποιον που εμφανίζεται τη στιγμή που γίνεται λόγος γι' αυτόν - είπ' ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα, γι' αυτόν που κατηγορεί κάποιον για ελαττώματα τα οποία έχει ο ίδιος σε μεγαλύτερο βαθμό - έδεσε το γάιδαρό του, εξασφαλίστηκε (ιδ. οικονομικά) - γαϊδουρινή υπομονή, για κάποιον που υπομένει αδιαμαρτήρητα κακουχίες
Ετυμολογία:
[<μτγν. γαϊδάριον < αραβ. gadar - gaidar]
Συνώνυμα:
όνος