Ανουκατίζω τι σημαίνει - ΚΡΗΤΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
ανακατώνω, αναποδογυρίζω, γέρνω κάτι στο πλάϊ πέραν του φυσιολογικού του
Παράδειγμα: 
ενουκάτισε (αορ. με την αύξηση στην πρόθεση) ο γάϊδαρος και επέσανε χάμαι τα σακιά = έγιρε πολύ το σαμάρι με το φορτίο και ξεφορτώθηκαν τα σακιά