Ανεμωλιάζω τι σημαίνει - ΚΡΗΤΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
ανακατεύω ένα σωρό πέτρες ψάχνοντας κάτι, συνήθως χοχλιούς (βλ.λ)
Συνώνυμα: 
ανεμολιάζω