Ανελώνω τι σημαίνει - ΚΡΗΤΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
αναστατώνω, ενοχλώ, φοβίζω
Παράδειγμα: 
ανελώνω τα ζώα όταν τρώνε = τα ενοχλώ και σταματάνε να τρώνε