Ανελωμή τι σημαίνει - ΚΡΗΤΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ
Ερμηνεία / Τι σημαίνει:
(η) ενόχληση, αναστάτωση
Ετυμολογία:
[< ανελώνω = ενοχλώ]
Παράδειγμα:
Απ' το τραγούδι των Γιώργου και Νίκου Στρατάκη (Στρατάκια) "Ντουκιάνι" : "Κι έγινε απόψε στο ντουκιάνι ανελωμή π’ ο κόσμος δεν ν-τη βάνει"
Συνώνυμα:
ανέλωση, ανελωμός