Αγκυλώνω τι σημαίνει - ΚΡΗΤΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ

Ερμηνεία / Τι σημαίνει: 
τσιμπώ, ερεθίζω | γαντζώνω | (μτφ.) πειράζω
Ετυμολογία: 
[<μσν. αγκυλώνω < αρχ. αγκυλόω-ω]